ГАЛЕН — ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ. Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… … Античная философия
близокъ — БЛИЗОК|Ъ (12), А с. 1.Родственник, свойственник: Написахъ же еу(г)лие се. рабоу б҃жию нареченоу сѫщоу въ кр҃щении иосифъ. а мирьскы остромиръ. близокоу сѫщоу. изѩславоу кънѩзоу. ЕвОстр 1056 1057, 294в (запись); А брата своего столъ порѫчи правити … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Claude Galien — Ne pas confondre avec Gallien, empereur romain du IIIe siècle. Claude Galien … Wikipédia en Français
Galenus — Claude Galien Claude Galien Surnom(s) Γαληνός (Grec), Claudius Galenus (latin) Naissance vers 130 Pergame (Turq … Wikipédia en Français
Galien — Claude Galien Claude Galien Surnom(s) Γαληνός (Grec), Claudius Galenus (latin) Naissance vers 130 Pergame (Turq … Wikipédia en Français
Galénisme — Claude Galien Claude Galien Surnom(s) Γαληνός (Grec), Claudius Galenus (latin) Naissance vers 130 Pergame (Turq … Wikipédia en Français
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek